-
1 ὀρχηστικός
ὀρχηστικός, zum Tanze gehörig; ἡ ὀρχηστικὴ τέχνη, die Tanzkunst, Plat. Legg. VII, 816 a; ohne τέχνη, Pol. 9, 20, 7; Folgde; ὀρχηστικαὶ ὑποϑέσεις, pantomimisch, Luc. de salt. 31; ὀρχηστικωτέρα ἡ ποίησις, Arist. poet. 4, 18. – Adv., Ael. N. A. 2, 11.
-
2 ὀρχηστικός
ὀρχηστικός, zum Tanze gehörig; ἡ ὀρχηστικὴ τέχνη, die Tanzkunst; ὀρχηστικαὶ ὑποϑέσεις, pantomimisch
См. также в других словарях:
Καμαργκό, Μαρί Αν — (Marie Anne de Cupis de Camargo, 1710 – 1770). Γαλλίδα χορεύτρια. θεωρήθηκε φαινόμενο της εποχής της και ο χορός της αποτέλεσε σταθμό στην ορχηστική τέχνη. Ήταν πιθανότατα η πρώτη γυναίκα χορεύτρια που εκτέλεσε την κίνηση κατά την οποία ο… … Dictionary of Greek
ορχηστικός — ή, ό (Α ὀρχηστικός, ή, όν) [ορχηστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρχηση, χορευτικός 2. το θηλ. ως ουσ. η ορχηστική η τέχνη τού χορευτή αρχ. 1. ο κατάλληλος για όρχηση («τετραμέτρῳ ἐχρῶντο διὰ τὸ σατυρικὴν καὶ ὀρχηστικωτέραν εἶναι τὴν… … Dictionary of Greek
ορχηστικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρχηση ή τον ορχηστή. 2. ως ουσ., ορχηστική, η η τέχνη του χορού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)